- λογικοῖς
- λογικόςofmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογικός — ή, ό (AM λογικός, ή, όν [λόγος] 1. αυτός που έχει ορθό λόγο, σωστή κρίση, ορθή σκέψη, αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί ορθά (α. «λογικό ον» β. «ο πατέρας μου είναι λογικός άνθρωπος») 2. ο έλλογος, αυτός που ενέχει λογική, που γίνεται σύμφωνα… … Dictionary of Greek
περιανθίζω — ΜΑ 1. στολίζω με άνθη 2. μτφ. διανθίζω τον λόγο με ωραίες εκφράσεις και με λογικά επιχειρήματα («λόγος... λογικοῑς έπιχειρήμασι περιηνθισμένος», Φώτ.) μσν. διακοσμώ («οἰκίαν περιανθίζειν γραφαῑς καὶ ψηφῑσι καὶ ταῑς λοιπαῑς λέξεσι», Ψελλ.) αρχ.… … Dictionary of Greek